- ἀκρόπτερον
- ἀκρό-πτερον, τό,A quill, AP6.229 (Crin.); ἀκρόπτερα φωτῶν flanking men of a hunting-party, Opp.C.4.127.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρόπτερον — ἀκρόπτερον, το (Α) 1. η άκρη τού φτερού 2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πτερόν] … Dictionary of Greek
ἀκρόπτερον — quill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόπτερα — ἀκρόπτερον quill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)